Αφού είδαμε όλα τα σχετικά έθιμα με τους Κουδουνάδες, των οποίων η ιστορία ξεκινάει από τη Διονυσιακή εποχή και καλά κρατεί μέχρι σήμερα γιατί συμμετέχει φουλ ο νεαρόκοσμος (το vintage είναι ακόμα στη μόδα!) ,βολτάραμε ασταμάτητα στη χώρα, ήπιαμε τους απαραίτητους καφέδες και χαζολογήσαμε , είπαμε το τελευταίο βράδυ να πάμε σε ένα κλασικό μεινστριμάδικο κλαμπάκι στην πλατεία για ένα τελευταίο ποτό.
Εδώ γιορτάζουν όλοι και χορεύουν οι περισσότεροι (ευτυχώς)!Άσε που γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Οι d.js ήξεραν όλους τους στίχους και τραγουδούσαν σε κάθε κομμάτι που έπαιζαν σα να βρίσκονται μόνοι στο δωμάτιό τους. Καθώς χορεύαμε-χαζεύαμε με μουσική υπόκρουση από Faithless και Ace of Base μέχρι Οικονομόπουλο και Λεγάκη (νομίζω) με bonus track ένα Πορτογαλέζικο κομμάτι, το οποίο και τις τρεις φορές που το έβαλε έγινε χαμός , πέρασαν από μπροστά μου όλα τα καλοκαίρια στην Κύμη με αντίστοιχα κλαμπάκια που βρίσκονταν σε κάτι χωριά χαμένα στη μετάφραση με τα αξεπέραστα ονόματα τύπου "Καμίνι" , "αβαντάζ", "γκαράζ","λίθος", "Βαβυλωνία"(ασύγκριτο άφτερ) και το υπεργαμάτο τότε "Rezzo" , το οποίο ήταν χωμένο σε κάτι δάση και τα αυτοκίνητα έκαναν ουρές χιλιομέτρων απέξω-για τέτοιο σουξέ μιλάμε !Μετά έγινε σκυλάδικο.
Μετά, αφού πήγε 5.30 το πρωί και η μία και τελευταία τεκίλα έγιναν τρεις, μάθαμε όλα τα νησιώτικα τοπικά σουξέ, ανακαλύψαμε ποιός γουστάρει ποιόν από τη διπλανή παρέα (friends with benefits) , καταλάβαμε τί έχει ντυθεί ο καθένας και στοιχηματίσαμε στο ποιός είναι ο πιο ωραίος του νησιού, είπαμε να την κάνουμε προς το δωμάτιο στο Μώλο(ς). Φυσικά και χαθήκαμε για μια ακόμη φορά! Ευτυχώς ένας ντόπιος (και κούκλος εννοείται) μας λυπήθηκε και μας πήγε στον προορισμό μας (και δεν τρόμαξε που φορούσαμε στέκα με φτερά και νυχτερίδες/κορώνα στο κεφάλι με το αντίστοιχο ραβδάκι) .
Τότε μάθαμε ότι θα αναχωρούσε το ένα και μοναδικό καράβι για το δρόμο της επιστροφής στην Κύμη , καθώς μετά θα είχε απαγορευτικό λόγω μποφόρ. Για πότε τα μαζέψαμε, καλέσαμε ταξί και βρεθήκαμε στο πλοίο δεν θυμάμαι . Αυτό που θυμάμαι πάντως είναι ότι πρέπει να είχε πάνω από 8 μποφόρ, το καράβι ήταν γεμάτο, οι διπλανοί μας σταυροκοπιόντουσαν, ένα 15χρονο γκρίνιαζε σαν 80χρονο γιατί θεώρησε ότι έπρεπε να βγει ο καπετάνιος και να μας καθησυχάσει ότι δεν θα βουλιάξουμε (ουγκ!), μια διπλανή τηλεφωνούσε ανά δεκάλεπτο στους δικούς της για να μην την πιάσει πανικός (Jesus!) , το πλήρωμα μοίραζε σακούλες για κάθε ενδεχόμενο...
αλλά εμείς ζεν...
Υ.Γ1: Ω, ναι! Για τη Σκύρο μιλάμε!
Υ.Γ2: Τί όμορφοι που είναι οι Σκυριανοί( όχι δεν ήπια τόσο) ! Και 'γω που νόμιζα ότι μόνο οι Βορειοελλαδίτες είχαν αυτό το προνόμιο.
Υγ3: Μήπως να μεταναστεύσω εκεί? Άσε που δεν έχουν και άτομο της ειδικότητάς μου, όπως με ενημέρωσε ένα σκλαβωτικά φιλόξενο Σκυριανό ζευγάρι.